Απόκριες στη Νάουσα
Ταξίδι συγκινητικό μα κι έντονο συνάμα,
Γεμάτο γέλια, ομορφιές και μουσικές αντάμα.
Λίγες αράδες θα σας πω κι ευθύς θα προσπαθήσω
Ό,τι τρελό κι αν ζήσαμε να σας το εξιστορίσω:
«…Για Νάουσα κινήσαμε παρέα απ΄ το Ειρήνη
Κι οδηγός σκεφτότανε: «Τι πρόκειται να γίνει;»
Κι αφού τα σκέφτηκε αυτά, μας έβαλε σε θέση
Μη ξέροντας πως για καλά στ’ αλήθεια είχε μπλέξει!
Κι εμείς σ’ όλη τη διαδρομή ακούγαμε τραγούδια
Βρίσκοντας λέξεις στο ‘’Πες-Βρες’’ σαν πρώτα μαθητούδια.
Κι αφού του πήραμε τ’ αυτιά απ’ τις φωνές τις τόσες,
σ’ ένα χωριό μας άφησε για μάσες και για βόλτες.
Κάποιοι σοφοί εφάγανε κοψίδια ζεστά κι ωραία
Κι άλλοι κρυοπαγήσανε για τ’ Όλυμπου τη θέα !
Για να μη λέω και πολλά, φτάσαμε στον ξενώνα
Που η Τασία φρόντισε να ‘χει cocomat στρώμα !
Ίσα που τ’ ακουμπήσαμε και φύγαμε για γλέντι
Κι ο Στάθης είπε μονομιάς: «Μια κάμερα στο χέρι!»
Και τότε βγήκαμε μεμιάς από το λεωφορείο, και
ξάφνου ο Ψαθάς περίμενε, με τον ζουρνά στο κρύο!
Με χάλκινα μας πήγανε σαν νύφες ως την πόρτα
Κι εκεί ξεκίνησε σωστό, γλέντι οσάν και πρώτα !
Μα η τρέλα μας δεν κρύφτηκε κι οι μουσικοί εν τέλει
Εκεί που έπαιζαν Συρτό, Νιζάμικο, Νταβέλη
Άλλαξαν ρεπερτόριο, πιάσαν το τσιφτετέλι !
Μιας και δεν θέλαμε πολύ και ήρθαμε στο κέφι
Το μαγαζί σηκώθηκε και χόρευε με ντέφι.
Στεφάνου, Στράτος και Ζησό πήρανε τα ηνία
όλο το «Ειρήνη» σήκωσαν χορεύαν με μανία!
Και δώσ’ του τα κεράσματα, οι κούπες άσπρο πάτο
Πα στα τραπέζια ανέβηκαν, ‘φέραν τα πάνω κάτω !
Μα το πρωί την επομένη, ξυπνήσαμε καταϊδρωμένοι
Την Μπούλα μας να ντύσουμε, να την προϋπαντήσουμε.
Δέος μας διαπέρασε, τον Γιάννη καθώς ντύναν
Με τον προγόνων φορεσιά, σαν φυλαχτό την είχαν
Κι όταν νταούλι ακούστηκε μα και ζουρνάς αντάμα
Μπουλούκι αμέσως έφτασε, κι εμείς μαζί συνάμα
Και βγήκε η μπούλα μονομιάς με τίναγμα μεγάλο
Όλους του εξεσήκωσε χωρίς να κάνει ζάλο
Ευχή πήρε απ’ τη μάνα του, με σεβασμό και δέος
Κι όλοι τους συνοδεύσαμε σαν να ‘χαμε ένα χρέος!
Κι αμέσως ξεχυθήκανε μες στα στενά σοκάκια
Χορεύοντας διονυσιακά, με ξέφρενα μεράκια!
Εμείς φωτογραφίζαμε με θαυμασμό και θέρμη
Θέλαμε να μετέχουμε, «Τι τρέλα που μας δέρνει;!»
Χωρίς να χάσουμε καιρό βρήκαμε ένα μπουλούκι
Που πάλι ο Ψαθάς τραγούδαγε κι έπαιζε και ρουμλούκι.
Μας είδε και μας γνώρισε, μας έπαιξε τραγούδια
Κι εμείς ως ανταπόδοση χορέψαμε με μούρλια !
Όμως κάποιοι κουράστηκαν και πήγαν στον ξενώνα
Κι άλλοι ως το βράδυ γλένταγαν με τα μπουλούκια ακόμα!
Κάποια στιγμή που βλέπαμε τις μπούλες πως χορεύουν
Τους πρόσωπους να βγάζουνε κι ευθύς να ανασαίνουν
Ο πρόεδρος μας φώναξε να πάμε πίσω σπίτι
Να ετοιμαστούμε λέει ξανά, για δεύτερο τερτίπι.
Και όπως το φανταζόσαστε, μέσα σε λίγη ώρα
Όλοι ετοιμαστήκαμε, και φύγαμε με φόρα
Για γλέντι μεγαλόπρεπο με χάλκινη ορχήστρα,
Φαΐ, ποτό μα και χορό άφθονο μες στην πίστα.
Παρότι η κούραση ήτανε για μας πολύ μεγάλη
Η μουσική μας έφτιαξε τη διάθεση και πάλι!
Η Βάλβη απ’ τη Νάουσα έσυρε τον χορό της
αλλά και ο Γερόλιμος ως γνήσιος «Ηπειρώτης»,
«δεν είμαι εγώ» μας έλεγε, χορεύοντας παρέα
Τσαλέρας, Γιάννης, Δήμητρα κι όλη τη νεολαία!
Κι ενώ το κέφι φούντωνε κι ώρες επερνούσαν
Χορευτικά μαζεύτηκαν κι όλοι μαζί γλεντούσαν
Δέσποινες, Μήτρου και Λενιώ την Κρήτη εκπροσωπήσαν,
Λουτράκι, Αθήνα και Μοριάς το γλέντι μας στολίσαν.
Κι άλλοι πολλοί, που δεν μπορώ τώρα να εξιστορήσω
Παππούτσια, σόλες έλιωσαν δίχως να κάνουν πίσω.
Στεφάνου, Στράτος κι άλλοι δυο πήγανε σε μπαράκι
Τη Νάουσα λέει να δουν, πως είναι το βραδάκι.
Ώσπου να φέξει εκράτησε το γλέντι μας το ωραίο,
Μα το πρωί ήταν βάναυσο, το ξύπνημα, μοιραίο.
Δύο μπουκιές προλάβαμε να φάμε απ’ το μπουφέ τους
Να σημειωθεί, κάποιοι δεν πρόλαβαν, και τίποτα ποτέ τους!
Ξενάγηση μας πήγανε σε λαογραφικό μουσείο
Κι έπειτα ακολούθησε βόλτα σε οινοποιείο.
Στάση σε μέρος γραφικό γι’ αφέψημα-κουβέντα
Και βγάλαμε και μια φωτό, να ‘χουμε ντοκουμέντα!
Και δείτε τώρα επιστροφή που σας επιφυλάσσω
Γεμάτη κέφι κι όρεξη κι όλα τα παρακάτω:
Ο Στάθης στο μικρόφωνο να βγάζει ωραίους λόγους
Και η Τασία μουσική, να ανεβάζει τόνους.
Τόνια και Ζέφη αγκαζέ να ρίχνουν τσιφτετέλια
Στεφάνου κι η παρέα του ξεραίνονταν στα γέλια!
Οι Δέσποινες και η Λενιώ λέγανε μαντινάδες
«Τασίαααα» φώναζε η Μπεκιά, «τι μ’ έβαλες με δαύτες;»
Μήτρου και Δόδας άρρωστοι κοιμόντουσαν πιο πέρα
Και όλοι μπροστά φωνάζανε: «χαρά στη νεολέρα»!!!
Κι ενώ Αθήνα φτάναμε, φάρσα τρελή ετοιμάσαν
του Κωσταντίνου τη μαμά ευθύς εξεγελάσαν,
Πως τάχα τον παντρέψανε με Ναουσαία κόρη
κι εκείνος δεν θα γύριζε πίσω ξανά στην πόλη!
Γέλια πολλά, χαχανιτά ακούστηκαν στο ηχείο
Και τότε αυτή κατάλαβε πως πρόκειται γι’ αστείο!
Και τέλος συνεχίσαμε να τραγουδούμε πρίμα
Και με καλή διάθεση φτάσαμε στην Αθήνα.
Κι αφού χαιρετηθήκαμε, σκεφτήκαμε πως θα μείνει
Για πάντα μέσα μας γραφτή, η εκδρομή του «Ειρήνη»!
Κι αφού ένας χρόνος πέρασε απ’ τ’ όμορφο ταξίδι
Μ’ αυτή μου την αφήγηση σας λέω εν κατακλείδι
Σε μέρες κορωνοϊού, πως μοιάζει μακρινή
Εκείνη η εξόρμηση, που θα επαναληφθεί !
-γράφει η Δέσποινα Αναστασοπούλου-